ΤΙ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ;
Είναι πολύ φτωχά και μικρά και χιλιοειπωμένα τα λόγια μας για να κλείσουν μέσα τους έστω και λίγο από το μεγαλείο, αυτής της τρέλας; Της αποκοτιάς; Της περιφρόνησης σε νόμους και προφήτες και Δυνατούς της γης;
Όπως και να την πούμε δεν αλλάζει το γεγονός ότι μια χούφτα ξιπόλιτοι τα έβαλαν με την πιο ισχυρή αυτοκρατορία της γης και όλους τους δυνατούς της Ευρώπης.
Και νίκησαν...
Και θυσιάστηκαν...
Και μεγαλούργησαν...
Και αλληλοσκοτώθηκαν σε έναν υποκινούμενο εμφύλιο...
Και ξανάφτιαξαν από τις στάχτες της τούτη την άγρια πατρίδα, την ποτισμένη αίμα και ξαναγεννημένη από τα κόκαλα των νεκρών της.
Τα γεγονότα ας τα γράψουν άλλοι, επιστήμονες, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι...
Εμείς από εδώ, τη γωνιά του σχολειού μας θα αφιερώσουμε ένα ποίημα στο μεγάλο πρωταγωνιστή της επανάστασης, τον Αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ
" Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπαστήκαμε κι εξεκινήσαμε ".
Ετσι σημειώνει στα Απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης την αρχή του ξεσηκωμού του Εικοσιένα. Αλλά οι πρώτες μέρες στάθηκαν σκληρές κι απογοητευτικές. Οι Έλληνες στην αρχή ήταν ένα ασύνταχτο μπουλούκι. Και όταν ο Γέρος του Μοριά έφτασε στο Χρυσοβίτσι, κοντά στην Τριπολιτσά, οι άνθρωποί του τον εγκατέλειψαν.
"Πάμε να φύγουμε" του είπαν. Κι ο Κολοκοτρώνης γράφει στα Απομνημονεύματά του:
"Eγώ τους είπα : Δεν έρχομαι. Κάθομαι εις ετούτα τα βουνά, που με γνωρίζουν τα πουλιά και με τρώνε καλύτερα. Δεν είχα άνθρωπο εδικό μου, επαρχιώτη μου. Ένα άλογο είχα...
Έκατσα, έως που εσκαπέτισαν, κι απέ κατέβηκα κάτω, ήταν μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγιά στο Χρυσοβίτσι, και το καθισιό μου ήταν, όπου έκλαιγα την Ελλάς..."
Εκεί κοντά στην εκκλησιά σταμάτησε ο γέρος
Κοίταξε γύρω...ερημιά, ήσυχο κι άγριο μέρος.
Τ 'άλογο στρέφει τη ματιά στο νιόβγαλτο χορτάρι.
Τ' αφήνει ο γέρος κι ακουμπά σε ριζιμιό λιθάρι,
στην πέτρα κάθεται βαρύς, λίγη γαλήνη νάβρει
μα η έγνοια πάνω του κυλά, πέτρα βαριά και μαύρη.
" Έρμη πατρίδα " λέει αργά, στενάζει και δακρύζει
κι ύστερα " βόηθα Παναγιά " με πόνο μουρμουρίζει.
Περνά η ώρα... σκέπτεται... κι αποσταμένος γέρνει
κι εκεί στα μάτια η κούραση ύπνο κλεφτό του φέρνει.
Και τότε βλέπει τ' όραμα : Μέσα απ' την εκκλησιά
προβαίνει εκείνη ολόφωτη μ ' ολάσπρη φορεσιά.
Γαλήνιο το βλέμμα της, μαζί και αυστηρό
και πάει κοντά στο γέροντα με βήμα σταθερό.
_"'Ε γέρο", λέει με ήρεμη, αγγελική φωνή
"κρίμα βαρύ τη μοίρα του ο άντρας να θρηνεί.
Δεν είσαι εσύ για να θρηνείς, σήκω λοιπόν και τράβα
κι ας γίνει ο νους σου αστραπή και η ψυχή σου λάβα.
Μέγας αγώνας σε καλεί, εμπρός λοιπόν προχώρα
κι από κοντά σου θα σταθεί ένας λαός, μια χώρα.
Σαστίζει ο γέρος...με στηλά τα μάτια την κοιτάει
και μες σε θάμπος ιερό "ποια είσαι"; τη ρωτάει.
_"Τι θες να μάθεις" του απαντά με λόγια ξεκομμένα
"πες με αν θέλεις Παναγιά, πες με Αθηνά παρθένα,
είμαι το πνεύμα της φυλής από χιλιάδες χρόνια
που δεν αντέχει πια να ζει στη μαύρη καταφρόνια.
Ήλθε η ώρα γέροντα δεν τόνιωσες ακόμα;
Σκύψε λοιπόν και κοίταξε αυτό το αρχαίο χώμα
που η άνοιξη το ευώδιασε, σκύψε να δεις καθάρια
της λευτεριάς που έρχεται τα φτερωμένα χνάρια."
_" Αχ Παναγιά μου βόηθα μας !" ο γέροντας στενάζει.
Κι ειν' η ματιά του δέηση, ως τ 'όραμα κοιτάζει.
_"Κλέφτη παλιέ, του λέει Αυτή, τα τόσα πούχεις πάθει,
θάπρεπε τώρα από πολύ καιρό να σ΄έχουν μάθει,
πως τη βοήθεια που θες και τη ζητάς με πόνο,
μέσα σου μόνο θα τη βρεις, στην πίστη σου και μόνο.
Έτσι είναι γέρο η Λευτεριά...σ'αυτόν μονάχα ανήκει
που θα κερδίσει μοναχός, με το αίμα του τη νίκη.
Αν λαχταράς τη Λευτεριά, σε άλλον μην ελπίζεις
μόνος σου πάρτην ... αν μπορείς...αλλιώς δεν την αξίζεις".
_"Μόνος μου; " κάνει ο γέροντας, "για κοίταξε κυρά μου.
Μ 'εγκαταλείψαν όλοι τους. Κανείς ολόγυρά μου..."
Και τότε αυτή του μίλησε με γλώσσα αρχαίου μύστη.
_"Κανείς δε σ'εγκατέλειψε αν σού' μεινε η πίστη.
Η πίστη για το δίκιο σου, αυτή μονάχα φτάνει
κι ολόγυρά σου σύνταχα θα δεις ανθρωπομάνι.
Κοίτα μπροστά σου ολόισια, τραχύς ο δρόμος θάναι,
μ' αγκάθια που ξεσκίζουνε με πέτρες που τρυπάνε.
Κι αυτόν το δρόμο που τραβά από κορφή σε ρέμα
θα τον χαράξεις σταθερά με της καρδιάς σου το αίμα.
Εμπρός ! Στο χέρι το σπαθί και το σταυρό στον ώμο
γι' αντάμωμα της λευτεριάς δεν έχει άλλο δρόμο..."
_"Και πώς θ'αντέξω" τη ρωτά "στο διάβα τέτοιου δρόμου;
Δεν έχω άνθρωπο κοντά, μονάχα τ' άλογό μου"
-"Σου φτάνει τ' άλογο. Μ' αυτό θ' αρχίσεις την πορεία,
μ' αυτό θα φτάσεις και μ' αυτό θα μπεις στην ιστορία."
Φρουμάζει τ΄άλογο πιο κει κι ο γέροντας ξυπνάει.
Το χαλινάρι αρπάζει ευθύς, καβάλα ξεκινάει.
Νάτον ψηλά στο διάσελο προς το σκοπό του οδεύει
κι ο ήλιος ολοπόρφυρος που αγάλια βασιλεύει,
πελώρια δείχνει τη σκιά του γερο στρατηλάτη
καθώς το δρόμο της τιμής δείχνει καβάλα στο άτι.
Έτσι και πάλι πρόβαλε ο γέροντας μια μέρα
μπρούτζινος πάνω στ' άλογο, σ' ελεύθερο αγέρα.
Εστήθηκε πελώριος να δείχνει στους αιώνες
και στους λαούς πώς γίνονται της λευτεριάς οι αγώνες.
ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΓΙΑΛΑΜΑΣ
Το ποίημα απαγγέλθηκε μπροστά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη στη Σταδίου.
Είναι πολύ φτωχά και μικρά και χιλιοειπωμένα τα λόγια μας για να κλείσουν μέσα τους έστω και λίγο από το μεγαλείο, αυτής της τρέλας; Της αποκοτιάς; Της περιφρόνησης σε νόμους και προφήτες και Δυνατούς της γης;
Όπως και να την πούμε δεν αλλάζει το γεγονός ότι μια χούφτα ξιπόλιτοι τα έβαλαν με την πιο ισχυρή αυτοκρατορία της γης και όλους τους δυνατούς της Ευρώπης.
Και νίκησαν...
Και θυσιάστηκαν...
Και μεγαλούργησαν...
Και αλληλοσκοτώθηκαν σε έναν υποκινούμενο εμφύλιο...
Και ξανάφτιαξαν από τις στάχτες της τούτη την άγρια πατρίδα, την ποτισμένη αίμα και ξαναγεννημένη από τα κόκαλα των νεκρών της.
Τα γεγονότα ας τα γράψουν άλλοι, επιστήμονες, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι...
Εμείς από εδώ, τη γωνιά του σχολειού μας θα αφιερώσουμε ένα ποίημα στο μεγάλο πρωταγωνιστή της επανάστασης, τον Αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ
" Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπαστήκαμε κι εξεκινήσαμε ".
Ετσι σημειώνει στα Απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης την αρχή του ξεσηκωμού του Εικοσιένα. Αλλά οι πρώτες μέρες στάθηκαν σκληρές κι απογοητευτικές. Οι Έλληνες στην αρχή ήταν ένα ασύνταχτο μπουλούκι. Και όταν ο Γέρος του Μοριά έφτασε στο Χρυσοβίτσι, κοντά στην Τριπολιτσά, οι άνθρωποί του τον εγκατέλειψαν.
"Πάμε να φύγουμε" του είπαν. Κι ο Κολοκοτρώνης γράφει στα Απομνημονεύματά του:
"Eγώ τους είπα : Δεν έρχομαι. Κάθομαι εις ετούτα τα βουνά, που με γνωρίζουν τα πουλιά και με τρώνε καλύτερα. Δεν είχα άνθρωπο εδικό μου, επαρχιώτη μου. Ένα άλογο είχα...
Έκατσα, έως που εσκαπέτισαν, κι απέ κατέβηκα κάτω, ήταν μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγιά στο Χρυσοβίτσι, και το καθισιό μου ήταν, όπου έκλαιγα την Ελλάς..."
Εκεί κοντά στην εκκλησιά σταμάτησε ο γέρος
Κοίταξε γύρω...ερημιά, ήσυχο κι άγριο μέρος.
Τ 'άλογο στρέφει τη ματιά στο νιόβγαλτο χορτάρι.
Τ' αφήνει ο γέρος κι ακουμπά σε ριζιμιό λιθάρι,
στην πέτρα κάθεται βαρύς, λίγη γαλήνη νάβρει
μα η έγνοια πάνω του κυλά, πέτρα βαριά και μαύρη.
" Έρμη πατρίδα " λέει αργά, στενάζει και δακρύζει
κι ύστερα " βόηθα Παναγιά " με πόνο μουρμουρίζει.
Περνά η ώρα... σκέπτεται... κι αποσταμένος γέρνει
κι εκεί στα μάτια η κούραση ύπνο κλεφτό του φέρνει.
Και τότε βλέπει τ' όραμα : Μέσα απ' την εκκλησιά
προβαίνει εκείνη ολόφωτη μ ' ολάσπρη φορεσιά.
Γαλήνιο το βλέμμα της, μαζί και αυστηρό
και πάει κοντά στο γέροντα με βήμα σταθερό.
_"'Ε γέρο", λέει με ήρεμη, αγγελική φωνή
"κρίμα βαρύ τη μοίρα του ο άντρας να θρηνεί.
Δεν είσαι εσύ για να θρηνείς, σήκω λοιπόν και τράβα
κι ας γίνει ο νους σου αστραπή και η ψυχή σου λάβα.
Μέγας αγώνας σε καλεί, εμπρός λοιπόν προχώρα
κι από κοντά σου θα σταθεί ένας λαός, μια χώρα.
Σαστίζει ο γέρος...με στηλά τα μάτια την κοιτάει
και μες σε θάμπος ιερό "ποια είσαι"; τη ρωτάει.
_"Τι θες να μάθεις" του απαντά με λόγια ξεκομμένα
"πες με αν θέλεις Παναγιά, πες με Αθηνά παρθένα,
είμαι το πνεύμα της φυλής από χιλιάδες χρόνια
που δεν αντέχει πια να ζει στη μαύρη καταφρόνια.
Ήλθε η ώρα γέροντα δεν τόνιωσες ακόμα;
Σκύψε λοιπόν και κοίταξε αυτό το αρχαίο χώμα
που η άνοιξη το ευώδιασε, σκύψε να δεις καθάρια
της λευτεριάς που έρχεται τα φτερωμένα χνάρια."
_" Αχ Παναγιά μου βόηθα μας !" ο γέροντας στενάζει.
Κι ειν' η ματιά του δέηση, ως τ 'όραμα κοιτάζει.
_"Κλέφτη παλιέ, του λέει Αυτή, τα τόσα πούχεις πάθει,
θάπρεπε τώρα από πολύ καιρό να σ΄έχουν μάθει,
πως τη βοήθεια που θες και τη ζητάς με πόνο,
μέσα σου μόνο θα τη βρεις, στην πίστη σου και μόνο.
Έτσι είναι γέρο η Λευτεριά...σ'αυτόν μονάχα ανήκει
που θα κερδίσει μοναχός, με το αίμα του τη νίκη.
Αν λαχταράς τη Λευτεριά, σε άλλον μην ελπίζεις
μόνος σου πάρτην ... αν μπορείς...αλλιώς δεν την αξίζεις".
_"Μόνος μου; " κάνει ο γέροντας, "για κοίταξε κυρά μου.
Μ 'εγκαταλείψαν όλοι τους. Κανείς ολόγυρά μου..."
Και τότε αυτή του μίλησε με γλώσσα αρχαίου μύστη.
_"Κανείς δε σ'εγκατέλειψε αν σού' μεινε η πίστη.
Η πίστη για το δίκιο σου, αυτή μονάχα φτάνει
κι ολόγυρά σου σύνταχα θα δεις ανθρωπομάνι.
Κοίτα μπροστά σου ολόισια, τραχύς ο δρόμος θάναι,
μ' αγκάθια που ξεσκίζουνε με πέτρες που τρυπάνε.
Κι αυτόν το δρόμο που τραβά από κορφή σε ρέμα
θα τον χαράξεις σταθερά με της καρδιάς σου το αίμα.
Εμπρός ! Στο χέρι το σπαθί και το σταυρό στον ώμο
γι' αντάμωμα της λευτεριάς δεν έχει άλλο δρόμο..."
_"Και πώς θ'αντέξω" τη ρωτά "στο διάβα τέτοιου δρόμου;
Δεν έχω άνθρωπο κοντά, μονάχα τ' άλογό μου"
-"Σου φτάνει τ' άλογο. Μ' αυτό θ' αρχίσεις την πορεία,
μ' αυτό θα φτάσεις και μ' αυτό θα μπεις στην ιστορία."
Φρουμάζει τ΄άλογο πιο κει κι ο γέροντας ξυπνάει.
Το χαλινάρι αρπάζει ευθύς, καβάλα ξεκινάει.
Νάτον ψηλά στο διάσελο προς το σκοπό του οδεύει
κι ο ήλιος ολοπόρφυρος που αγάλια βασιλεύει,
πελώρια δείχνει τη σκιά του γερο στρατηλάτη
καθώς το δρόμο της τιμής δείχνει καβάλα στο άτι.
Έτσι και πάλι πρόβαλε ο γέροντας μια μέρα
μπρούτζινος πάνω στ' άλογο, σ' ελεύθερο αγέρα.
Εστήθηκε πελώριος να δείχνει στους αιώνες
και στους λαούς πώς γίνονται της λευτεριάς οι αγώνες.
ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΓΙΑΛΑΜΑΣ
Το ποίημα απαγγέλθηκε μπροστά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη στη Σταδίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου